- περιδέρω
- Αγδέρνω γύρω γύρω.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + δέρω «γδέρνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… … Dictionary of Greek
περιδορά — ἡ, ΜΑ [περιδέρω] η αφαίρεση τού δέρματος από όλες τις μεριές … Dictionary of Greek